Του/Της Τάκη Aθανασόπουλου και Νικολάου Γ. Τραυλού
Ενα από τα πιο κρίσιμα θέματα στην ατζέντα της κυβέρνησης είναι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, οι οποίες υπέστησαν απομείωση σημαντικού τμήματος (περίπου 30 δισ. ευρώ) των στοιχείων του ενεργητικού τους λόγω του «κουρέματος» κατά 80% της αξίας των κρατικών ομολόγων στα οποία είχαν επενδύσει τα ταμειακά τους διαθέσιμα. Οι συγκεκριμένες επενδύσεις, που παραδοσιακά και θεσμικά (κανονισμός Βασιλείας ΙΙ) εθεωρούντο επενδυτικά προϊόντα μηδενικού κινδύνου, υπέστησαν δραματικές μειώσεις της αξίας τους με αντίστοιχες μειώσεις της καθαρής θέσης των τραπεζών και ανάλογες της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Επίσης, δυσμενή εξέλιξη στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών προκάλεσε η σημαντική μείωση των καταθέσεων λόγω μετακόμισής τους στο εξωτερικό, καθώς και η μεγάλης διάρκειας ύφεση και οι μειώσεις μισθών και συντάξεων που οδήγησαν επιχειρήσεις και νοικοκυριά στη μετατροπή των δανείων τους, είτε μερικώς είτε στο σύνολό τους, σε μη εξυπηρετούμενα.
Η δεινή χρηματοοικονομική εξέλιξη των τραπεζών αντικατοπτρίζεται στη χρηματιστηριακή τους τιμή. Λόγω της ανάγκης σημαντικής εισροής μετοχικού κεφαλαίου προς αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχει προκληθεί δημόσιος διάλογος για τον τρόπο επανακεφαλαιοποίησής τους.
Η εύκολη λύση που ακούγεται συχνά είναι η ανακεφαλαιοποίηση να γίνει με έκδοση κοινού μετοχικού κεφαλαίου με τα συνήθη δικαιώματα που οι κοινές μετοχές φέρουν. Λαμβάνοντας υπόψη τη χαμηλή χρηματιστηριακή τιμή σήμερα των μετοχών των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εμπορικών τραπεζών, η ανακεφαλαιοποίηση με 30 δισ. ευρώ θα επιφέρει δραματική εξασθένιση της αναλογικής ιδιοκτησίας των παλαιών μετόχων των οποίων η συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο θα διαμορφωθεί πια κατά μέσον όρο στο 16% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου μετά την ανακεφαλαιοποίηση. Είναι προφανές πως αυτή η λύση θα οδηγήσει σε κρατικοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Μια τέτοια λύση θα οδηγήσει τη χώρα μας τουλάχιστον 30 χρόνια πίσω.
Η λύση πρέπει να λάβει υπόψη της τόσο την πραγματική πηγή του προβλήματος των τραπεζών όσο και την ανάγκη αποτελεσματικής οργάνωσης του τραπεζικού συστήματος στη μετά την κρίση εποχή, αφού επιτραπεί στις δυνάμεις της αγοράς να αντικατοπτρίσουν τις επιδράσεις της ανακεφαλαιοποίησης και αφού διασφαλιστεί το δημόσιο συμφέρον. Αναφορικά με την πηγή του προβλήματος, πρέπει να κατανοηθεί από όλους μας πως ο τραπεζικός κλάδος της χώρας μας, παρά τις όποιες «ελληνικές» αδυναμίες του, σε αντίθεση με τους αντίστοιχους των ΗΠΑ και αρκετών ευρωπαϊκών κρατών, δεν είναι ο θύτης, δηλαδή αυτός που δημιούργησε την κρίση, αλλά το θύμα της. Το πρόβλημα των τραπεζών, προήλθε κυρίως από την απομείωση των κρατικών ομολόγων και δευτερευόντως από την απαξίωση των επιχειρηματικών δανείων. Η χώρα μας είναι μοναδική στο ότι εισήλθε στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 με ένα ισχυρό τραπεζικό κλάδο, αλλά στη συνέχεια η ίδια τον οδήγησε σε σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση υπό το βάρος και τις συνέπειες της αλόγιστης πολιτικής δημοσίου χρέους.
Γι’ αυτό, προτείνεται ως πιο ενδεδειγμένη λύση η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών να γίνει με προνομιούχες μετοχές περιορισμένων δικαιωμάτων και με δικαίωμα εξαγοράς τους, από τους αρχικούς (παλαιούς) μετόχους των σημερινών κοινών μετοχών στο διάστημα των επομένων πέντε ετών. Εναλλακτικά, η ανακεφαλαιοποίηση μπορεί να γίνει και με άλλα εργαλεία όπως, για παράδειγμα, με έκδοση μετατρέψιμων (σε προνομιούχες μετοχές) τραπεζικών ομολόγων. Η μετατροπή μπορεί να αρχίσει 7-10 χρόνια αργότερα. Οι τράπεζες προτείνεται να έχουν το δικαίωμα ανάκλησης των ομολόγων στην ονομαστική τους τιμή συν τους τόκους 6 μηνών σε οποιαδήποτε στιγμή μέσα στα επόμενα 7-10 χρόνια. Ο καθορισμός της τελικής επιλογής και της τιμής έκδοσης πρέπει να γίνει με τη βοήθεια ανεξάρτητου επενδυτικού συμβούλου και αφού συζητηθούν με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε λύσης.
Τέλος, σχετικά με την ανάγκη για μια πιο αποτελεσματική οργάνωση του τραπεζικού μας συστήματος, πρέπει να εμπλουτισθεί το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών σε περιοχές όπως: τα συστήματα αμοιβών των διευθυντικών στελεχών, η διαχείριση κινδύνου, η προστασία των πιστωτών (κυρίως των καταθετών), το ποσοστό δανειοδότησης των τραπεζών, η δυνατότητα ανάληψης δραστηριοτήτων εκτός ισολογισμού, η χρήση του συστήματος αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου ομολόγων και ο τρόπος προσέλκυσης και αξιολόγησης μελών του διοικητικού συμβουλίου. Οι σχετικές πρωτοβουλίες ενίσχυσης των συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών και του γενικότερου χρηματοπιστωτικού τομέα, σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελούν χρήσιμη πυξίδα θωράκισης του τρόπου λειτουργίας των ελληνικών τραπεζών για τη διαμόρφωση ενός πλέον ασφαλούς και αποτελεσματικού τραπεζικού κλάδου ως κινητήριου μοχλού της εθνικής μας οικονομίας και εξασφάλισης κοινωνικής ευημερίας.
* Ο κ. Τ. Αθανασόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ. Ο κ. Νικ. Τραυλός είναι καθηγητής – κάτοχος της Εδρας Χρηματοοικονομικής «Καίτη Κυριακοπούλου» και Dean, ALBA Graduate Business School at The American College of Greece.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.