ΒΗΜΑ Ιδεών - ΕνότηταΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΓΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Σ. ΩΝΑΣΗΣ»
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα τελεί υπό τεράστια ένταση από το δεύτερο ήμισυ του 2007, η οποία έχει διαχυθεί στην οικονομία. Ως αίτια της τρέχουσας οικονομικής κάμ ψης αναφέρονται οι μακροχρόνιες ανα διανεμητικές τάσεις αύξησης της συμ μετοχής των κερδών στο παγκόσμιο προϊόν, η αύξηση του λόγου χρέους προς ενεργητικό των χρηματοπιστωτι κών ιδρυμάτων και η ανάληψη υψηλού κινδύνου, η χρηματοπιστωτική απελευ θέρωση, οι καινοτομίες και ο τεμαχι σμός του χρηματοπιστωτικού κινδύνου που δεν συνοδεύτηκε από προσαρμογή των ελεγκτικών μηχανισμών. Συνέβα λαν επίσης οι διεθνείς οικονομικές ανι σορροπίες και η υπεραφθονία της πα γκόσμιας αποταμίευσης που τροφοδο τούσαν συνεχώς την εκρηκτική άνοδο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η νομισματική πολιτική δίνοντας έμφα ση στη μείωση και στις συνεχείς μετα βολές των επιτοκίων οδήγησε σε μια πελώρια ρευστότητα ενώ το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έφθασε σε μη βιώσιμα μεγέθη και συ νέβαλε στην έλευση της οικονομικής κάμψης. Ως αποτέλεσμα, μεταβλήθηκε ο μηχανισμός μεταβίβασης της νομι σματικής πολιτικής στην οικονομική δραστηριότητα καθώς τα νοικοκυριά έχουν καταστεί πολύ ευαίσθητα στις βραχυπρόθεσμες μεταβολές των επιτο κίων, οι πιστωτές και οι επιχειρήσεις έχουν «τραβηχτεί» από την αγορά, ενώ τα «τοξικά» στοιχεία ακόμη και σήμερα παράγουν προβλήματα τα οποία μένει να διευθετηθούν.
Επίσης η κρίση συνδέεται με τη σημα ντική αύξηση του βραχυπρόθεσμου χρέους των ιδρυμάτων που πιέζονται να πωλήσουν μη ρευστά περιουσιακά στοιχεία με δραστική μείωση τιμών όταν τα κεφάλαιά τους δεν επαρκούν ή δημιουργείται πανικός και φυγή των επενδυτών από αυτά τα στοιχεία. Επει δή οι κεντρικές τράπεζες χαμηλώνουν τα επιτόκια και παρέχουν ρευστότητα, οι τράπεζες, κάτω από μια κρίση ρευ στότητας, επιλέγουν να χρηματοδο τούν τα μη ρευστά στοιχεία τους με πο λύ υψηλό βραχυπρόθεσμο χρέος. Το κανονιστικό πλαίσιο σε αυτό το θέμα κατευθύνεται λανθασμένα. Γενικά οι ισχύοντες κανονισμοί για τις κεφαλαι ουχικές απαιτήσεις επιδιώκουν την προστασία των πιστωτών και όχι την αποφυγή συστημικών κινδύνων λόγω επιθέσεων και φυγής.
Κάτω από αυτές τις εξελίξεις η εστίαση της νομισματικής πολιτικής στη σταθε ρότητα των τιμών μόνο πρέπει να εγκα ταλειφθεί. Ο στόχος αυτός είναι ανα γκαίος
αλλά όχι επαρκής αφού δεν μπο ρεί να εγγυηθεί τη συνολική οικονομική σταθερότητα. Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να κατευθύνουν τις λειτουργίες τους προς τη χρηματοπιστωτική σταθε ρότητα, η οποία δεν έχει λάβει τη θέση που της αρμόζει ως τώρα. Η ανάδειξη της ανεξαρτησίας των κεντρικών τρα πεζών και η εστίαση του επιτοκιακού τους εργαλείου στη σταθερότητα των τιμών οδήγησαν στην υποβάθμιση αυ τού του στόχου αλλά και συσκότισαν την ευθύνη για αυτόν. Ζητούμενο από τις κεντρικές τράπεζες είναι να επικε ντρώσουν τις βασικές τους λειτουργίες στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Τα γεγονότα που οδήγησαν στη μεγάλη οικονομική κάμψη αποτελούν τη μαρ τυρία για αυτή τη σημαντική απαίτη ση.
Μέχρι σήμερα οι προτάσεις για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής στα θερότητας είναι πολλές, συμπληρωμα τικές ή εναλλακτικές, και περιλαμβά νουν:
Την επιβολή ορίων στο μέγεθος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς η πτώχευση ενός μεγάλου ιδρύματος οδηγεί σε πολύ δυσμενείς συνέπειες. Την εξάλειψη ή τον σημαντικό περι ορισμό των πράξεων και επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό των ιδρυμάτων και της ιδιοκτησίας hedge funds.
Την αναδιάρθρωση του χρηματοπι στωτικού συστήματος και την επανα φορά της ασφάλειας με τον διαχωρισμό της εμπορικής από την επενδυτική τρα πεζική.
Τη δημιουργία υψηλότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων και ρευστών στοι χείων και τη σύνδεσή τους με τη ληκτό τητα και το ύψος του χρέους κάθε ιδρύ ματος, με το μέγεθός του, παρά το γε γονός ότι οι μεγάλες τράπεζες είναι
διαφοροποιημένες, με τα μη ρευστά πε ριουσιακά στοιχεία, με το ποσοστό βραχυπρόθεσμου χρέους, και με τρα πεζικές δραστηριότητες δύσκολα με τρήσιμων κινδύνων.
Την εύρυθμη εξυγίανση των χρεοκο πούντων ιδρυμάτων, με την έκδοση υβριδικών ομολόγων και τη μετατροπή τους σε μετοχικό κεφάλαιο σε περιό δους κρίσης. Ετσι μπορούν να αναθεω ρούνται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών χωρίς περιορισμό του πιστω τικού τους ρόλου, ή αύξηση των κεφα λαιακών απαιτήσεων π.χ. σε 50%. Επι προσθέτως, οι τράπεζες μπορούν να διασώζονται ευκολότερα αξιοποιώντας τις εποχές όπου η αγορά τους παρέχει εύκολη χρηματοδότηση.
Την ισχυρή και αποτελεσματική επο πτεία που αποτελεί ουσιαστικό τμήμα οποιασδήποτε επιτυχούς μεταρρύθμι σης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Τη φορολόγηση των χρηματοπι στωτικών ιδρυμάτων που αποθαρρύ νει το υπερβάλλον μέγεθος και τη χον δρική τραπεζική, δύο σοβαρά προβλή ματα της τρέχουσας οικονομικής κάμ ψης, ενώ τιθασεύει την τάση για υπερβολική ανάληψη κινδύνου. Οι προτάσεις έχουν σχεδιαστεί ώστε να διασφαλίζουν ότι τα ίδια τα χρηματο πιστωτικά ιδρύματα αναλαμβάνουν το άμεσο κόστος μελλοντικών χρεοκοπι ών, κρίσεων και πακέτων διάσωσης. Περιλαμβάνεται, κατά πρώτον, ένας φόρος χρηματοπιστωτικής σταθερό τητας, αρχικά με ενιαίο συντελεστή ο οποίος μπορεί να αναπροσαρμόζεται ανοδικά ώστε να αντανακλά τους κιν δύνους της κάθε μορφής χρηματοπι στωτικής δραστηριότητας. Αυτός ο φόρος μειώνει και προβλήματα κατά λυσης χρηστών τραπεζικών πρακτι κών (moral hazard). Σε μεταγενέστερο
στάδιο προτείνεται και ένας φόρος χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, ένα είδος ΦΠΑ, εξομοιώνοντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με τους υπόλοιπους οικονομικούς κλάδους.
Βεβαίως, στις πιο πάνω προτάσεις υπάρχει αντίλογος. Τονίζεται ότι, πλέ ον, ο διαχωρισμός των εμπορικών από τις επενδυτικές τραπεζικές εργασίες εί ναι πολύ σύνθετος και δαπανηρός στην επίτευξή του, με δυσμενείς επιδράσεις στην απασχόληση, στην ανταγωνιστι κότητα και στην ανάπτυξη. Τα μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να αντι μετωπιστούν με αποτελεσματικότερη εποπτεία. Η φορολόγηση των τραπε ζών εμπεριέχει προβλήματα, μειώνει τα κεφάλαιά τους και τις καθιστά περισσό τερο και όχι λιγότερο ευάλωτες στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Οι φόροι δεν μειώνουν τον κίνδυνο του συστή ματος, αντιθέτως, ίσως τον αυξήσουν μέσω της υπονοούμενης δημιουργίας ασφάλειας για επικίνδυνη συμπεριφο ρά μιας τράπεζας. Ακόμη, απαιτώντας περισσότερα κεφάλαια περιορίζεται η χρηματοπιστωτική λειτουργία.
Τέλος, προτείνεται η σημαντική αναθε ώρηση του ρόλου των οίκων αξιολόγη σης πιστοληπτικής ικανότητας. Να με ταβληθεί, μεταξύ άλλων, ο τρόπος απο ζημίωσής τους, αντιμετωπίζοντας την υπάρχουσα σύγκρουση συμφερόντων καθώς αποζημιώνονται από τους εκδό τες και όχι από τους επενδυτές. Επίσης να καταστούν πιο διαφανείς, δημοσιεύ οντας τη μεθοδολογία και περισσότε ρες λεπτομέρειες για τις εργασίες τους ώστε να ελέγχονται εύκολα από τους επενδυτές, να τεθούν υπό την εποπτεία των αρχών, να μειωθεί ο ρόλος τους, ακόμη και να σηματοδοτηθεί η απεξάρ τηση της χρηματοπιστωτικής αγοράς από αυτούς.
Συνοπτικά, με βάση τα αίτια της χρημα τοπιστωτικής κρίσης η παρέμβαση στο πεδίο της πολιτικής είναι περισσότερο από αναγκαία. Ταυτόχρονα, χρειάζεται ένα ορθά ρυθμιζόμενο τραπεζικό σύ στημα που επιτρέπει την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας, και σε αυτό το πλαίσιο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα πρέπει να καταστεί κυρί αρχη.
Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα ξεχώρισε μεταξύ των ση μαντικών συμπερασμάτων και προτά σεων πολιτικής του διεθνούς επιστημο νικού συνεδρίου με θέμα τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και την επιστροφή στη σταθερότητα, που δι οργάνωσε με επιτυχία στην Αθήνα ο Σύνδεσμος Υποτρόφων του Κοινωφε λούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνά σης», υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Ωνάση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.